- μετοικεσία
- ηαλλαγή κατοικίας ή τόπου διαμονής, μετοίκηση: Η μετοικεσία από την πρωτεύουσα στην επαρχία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετοικεσία — μετοικεσίᾱ , μετοικεσία captivity fem nom/voc/acc dual μετοικεσίᾱ , μετοικεσία captivity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικεσίᾳ — μετοικεσίαι , μετοικεσία captivity fem nom/voc pl μετοικεσίᾱͅ , μετοικεσία captivity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικεσία — η (ΑΜ μετοικεσία και ιων. τ. μετοικεσίη) 1. η μετοίκηση, αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ) 2. φρ. «μετοικεσία τῆς Βαβυλῶνος» η μεταφορά τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων… … Dictionary of Greek
μετοικεσίας — μετοικεσίᾱς , μετοικεσία captivity fem acc pl μετοικεσίᾱς , μετοικεσία captivity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικεσίαν — μετοικεσίᾱν , μετοικεσία captivity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικεσίην — μετοικεσία captivity fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοίκηση — η (ΑΜ μετοίκησις) [μετοικώ] 1. αλλαγή τού τόπου κατοικίας ή τού τόπου διαμονής, μετοικεσία 2. εγκατάσταση σε ξένη χώρα, μετανάστευση 3. φρ. «μετοίκηση τής Βαβυλώνος» η μετοικεσία τής Βαβυλώνος νεοελλ. 1. μτφ. α) κάθε ομαδική μετακίνηση σε άλλο… … Dictionary of Greek
αποικεσία — ἀποικεσία, η [αποικώ] 1. η απομάκρυνση από την πατρίδα 2. η μετοικεσία Βαβυλώνος (ΠΔ) … Dictionary of Greek
αποικισμός — Εκπληκτικής σημασίας ιστορική δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε δύο περιόδους στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Η κάθοδος των Δωριέων και των συγγενικών με αυτούς φύλων προκάλεσε πολλές μετακινήσεις στον ελληνικό χώρο. Όσοι από τους παλαιούς… … Dictionary of Greek
εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… … Dictionary of Greek